Η Ελλάδα βρίσκεται στο δρόμο να ξαναπάρει τη θέση που της ανήκει στη ζώνη του ευρώ, χωρίς τέταρτο πρόγραμμα ή νέες απαιτήσεις για μέτρα ή μεταρρυθμίσεις: το μήνυμα αυτό στέλνει ο Πιερ Μοσκοβισί, μέσω της εφημερίδας Die Welt. Καθώς όμως το άρθρο του Επιτρόπου Οικονομικών Υποθέσεων συμπίπτει με το τέλος του ελληνικού προγράμματος, βρίσκει την ευκαιρία για έναν απολογισμό, όπως ο ίδιος σημειώνει.
Ξεκινώντας από το από εδώ και πέρα, ο Επίτροπος γράφει: «Εξακολουθώ να είμαι πεπεισμένος ότι η έγκριση του τρίτου προγράμματος χρηματοδοτικής βοήθειας είναι μια ιστορική στιγμή για την Ελλάδα και ολόκληρη την Ευρώπη. Η Ελλάδα βρίσκεται στο δρόμο να ξαναπάρει τη θέση που της ανήκει στη ζώνη του ευρώ και να αποκτήσει και πάλι μεγαλύτερη αυτονομία στην οικονομική της πολιτική.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εγκαταλείπει τώρα την Ελλάδα στη μοίρα της. Υπάρχουν ακόμα πολλά να κάνουμε. Η μείωση του συνολικού δημόσιου χρέους και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων πρέπει να αποτελέσουν κορυφαία προτεραιότητα για την ελληνική κυβέρνηση.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραμένει στην πλευρά της Ελλάδας, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να διασφαλίσει ότι η χώρα θα εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της. Η σχετική παρακολούθηση δεν είναι όμως τέταρτο πρόγραμμα. Δεν περιέχει νέες απαιτήσεις για μέτρα ή μεταρρυθμίσεις. Για την Ελλάδα, είναι σημαντικό να αξιοποιήσει την υποστήριξη που παρέχουν οι εταίροι της για την ολοκλήρωση σημαντικών μεταρρυθμίσεων και οι ευρωπαίοι εταίροι της αναμένουν από την Ελλάδα να εκπληρώσει τις αναληφθείσες δεσμεύσεις της – τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο!
Η ευρωζώνη, από την άλλη πλευρά, πρέπει να συνεχίσει το έργο της για την ολοκλήρωση (της Ευρώπης) και να προβληματιστεί για τις επόμενες κρίσεις που αναπόφευκτα θα έρθουν. Η πρόληψη είναι καλύτερη από την εκ των υστέρων θεραπεία. Έχουμε ήδη υποβάλει ανάλογες προτάσεις. Ελπίζω ότι τα κράτη θα είναι αρκετά σοφά, ώστε να κοιτάξουν με εμπιστοσύνη το μέλλον!»
«Τα χειρότερα είναι πίσω μας»
Στον απολογισμό της ελληνικής κρίσης, ο Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων σημειώνει: «Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι ήταν σωστό να σώσουμε την Ελλάδα. Τα 288 δισ. ευρώ, τα οποία κατέβαλαν τα ευρωπαϊκά κράτη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε οκτώ χρόνια, ήταν απαραίτητα για να αποφευχθεί ένα πολιτικό και οικονομικό χάος. Χωρίς ευρωπαϊκή βοήθεια, η Ελλάδα θα είχε καταρρεύσει και θα περιέπιπτε σε ένα βαθύ πολιτικό και οικονομικό χάος για δεκαετίες. Η κατάρρευση όμως της Ελλάδας θα είχε καταστροφικές συνέπειες για ορισμένες από τις οικονομίες μας, διότι θα έπεφταν μαζί στην ελληνικό γκρεμό. Στην περίπτωση αυτή δεν θα υπήρχε η σημερινή ισχυρή ανάπτυξη. Επομένως, ήταν σωστό να σώσουμε την Ελλάδα. Για να προστατεύσουμε τις οικονομίες μας, το ευρώ και την Ευρώπη. Συνολικά, το όλο θέμα μας έκανε μόνο ισχυρότερους!», υποστηρίζει ο Γάλλος Επίτροπος.
Και στη συνέχεια, «η έξοδος της Ελλάδας από το πρόγραμμα βοήθειας είναι καλή είδηση τόσο για την Ελλάδα όσο και για τη ζώνη του ευρώ. Σηματοδοτεί το τέλος μιας περιόδου οκτώ ετών που ήταν ιδιαίτερα οδυνηρή για τον ελληνικό λαό και ήταν ιδιαίτερα αποσταθεροποιητική για την ζώνη του ευρώ. Η Ελλάδα αναπτύσσεται και πάλι, και το τεράστιο έλλειμμα έχει αναστραφεί σε ένα στέρεο δημοσιονομικό πλεόνασμα, παρ’ όλα όμως τα μέτρα λιτότητας η κατάσταση στη χώρα εξακολουθεί να είναι δύσκολη. Ως εκ τούτου μπορώ να καταλάβω το ότι πολλοί Έλληνες πιστεύουν ότι η κρίση δεν έχει τελειώσει ακόμα: Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού εξακολουθεί να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και η ανεργία είναι πάνω από 20%. Το δημόσιο χρέος ανέρχεται στο 180% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και παραμένει ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Τα χειρότερα όμως βρίσκονται πίσω μας. Εμποδίσαμε το σενάριο καταστροφής του Grexit και σώσαμε το ευρώ. Η Ελλάδα επιστρέφει στην ανάπτυξη, η ανεργία μειώνεται σταδιακά και οι νέοι οι οποίοι κατά τη διάρκεια της κρίσης ξενιτεύτηκαν επιστρέφουν στη χώρα τους. Συνεπώς, επείγουσα ανάγκη για μέτρα λιτότητας λόγω της κρίσης δεν υφίσταται πλέον. Το τέλος του προγράμματος, ωστόσο, δεν σημαίνει το τέλος της διαδρομής. Πρέπει να γίνουν ακόμα πολλά για να μπορέσει η Ελλάδα να σταθεί σε μόνιμη βάση στα πόδια της».
Σύμφωνα με τον κ. Μοσκοβισί, «το δεύτερο πρόγραμμα βοήθειας θα μπορούσε να είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία τον Δεκέμβριο του 2014, εάν ο συνασπισμός της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ είχε ξεκινήσει τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση και την αύξηση του ΦΠΑ στα ελληνικά νησιά. Αντίθετα, είχαν προγραμματιστεί νέες εκλογές. Οι Έλληνες επέλεξαν τον Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) για κυβέρνηση με βάση ένα διαμετρικά αντίθετο εκλογικό πρόγραμμα, κάτι το οποίο οδήγησε σε εξάμηνη ένταση με την Ε.Ε. και τις αγορές.
Αλλά και οι Ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν μερίδιο στην κρίση. Φοβούμενοι την κατάρρευση του ευρώ, ενήργησαν διστακτικά και κρύφτηκαν για πολύ πίσω από τους ελληνικούς ενδοιασμούς. Πολλά καθορίστηκαν έντονα από πολιτικές υστεροβουλίες. Από πλευράς ευρωπαϊκής δεξιάς, κάποιοι ήθελαν την αποτυχία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα, τον νικητή επί της Νέας Δημοκρατίας. Και όχι σπάνια, τα συναισθήματα επικάλυψαν τον πολιτικό ορθολογισμό. Εζησα για παράδειγμα το πώς ο τότε Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δήλωσε απερίφραστα στον Ελληνα ομόλογό του ότι δεν του έχει πλέον εμπιστοσύνη. Και μια άλλη φορά έπρεπε να χωρίσω τον Ολλανδό υπουργό Οικονομικών Γερούν Ντάιζελμπλουμ από τον Έλληνα ομόλογό του, Γιάνη Βαρουφάκη πριν έρθουν στα χέρια».
Σκληρή μεταρρύθμιση, το συνταξιοδοτικό
«Η συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και του διάδοχου της ευρωπαικής ομπρέλας προστασίας, του “Μηχανισμού Σταθεροτητας”, δεν ήταν πάντοτε εύκολη. Η χρηματοοικονομική εμπειρία του ΔΝΤ μας βοήθησε βέβαια, αλλά κάποιες πολύ ακραίες και πολύ προσωπικές απόψεις έβλαψαν τη σχέση μας με τους Έλληνες και μάλιστα οδήγησαν κατά την γνώμη μου την Ευρωομάδα /eurogroup στο να υιοθετήσει σκληρές μεταρρυθμίσεις, ιδίως τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος για το 2019.
Για τα οκτώ μακρά χρόνια κρίσης ήταν εν μέρει υπεύθυνη η πολιτική ηγεσία. Εγώ ο ίδιος δεν θα ήθελα να αποκλείσω τον εαυτό μου από αυτό. Πολλοί από εμάς κάναμε το καλύτερο δυνατό για να ανακουφίσουμε τους πολίτες. Και πάντα τάχτηκα υπέρ αυτού, αν και μερικές φορές ήμουν μόνος στην Ευρωομάδα / eurogroup με τον Ζαν Κλωντ Γιούνκερ με αυτή τη θέση. Είμαι περήφανος για αυτή την επιμονή», δηλώνει ο Π. Μοσκοβισί.
«Ο ρόλος της λεγόμενης τρόικας και των “κυρίων, ντυμένων στα μαύρα”, των εμπειρογνωμόνων δηλαδή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, πρέπει να αναλυθεί λεπτομερέστερα εδώ. Λεγόταν ότι η λαϊκή βούληση δεν είχε γίνει σεβαστή, ότι μια συμμαχία αγορών και μη εκλεγμένων τεχνοκρατών είχε επιβάλει στο ελληνικό κοινοβούλιο τα μέτρα της. Οι επικριθέντες τεχνοκράτες ήταν συχνά ομολογουμένως πολύ επίμονοι. Χρειαζόμασταν όμως εμπειρογνώμονες για να αξιολογήσουμε σωστά την κατάσταση στην Ελλάδα και να μπορέσουμε να υποστηρίξουμε καλύτερα τη χώρα», αναφέρει στο άρθρο του επίσης.
Και συνεχίζοντας, «η Ελληνική Δημοκρατία ήταν πάντα απόλυτα σεβαστή σε όλες τις αρχές της. Ο ελληνικός λαός αποφάσισε να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ και εμείς σεβαστήκαμε αυτή την κυρίαρχη απόφαση. Είναι αλήθεια ότι συγκεκριμένα μέτρα τα επεξεργάστηκαν οι θεσμοί. Την εντολή γι΄αυτό την είχαν από Ευρωπαίους υπουργούς, οι οποίοι με τη σειρά τους ήταν υπόλογοι στα αντίστοιχα Κοινοβούλιά τους.
Οι τελικές, όμως, αποφάσεις λαμβάνονταν αποκλειστικά από την Ευρωομάδα, χωρίς πραγματικό δημοκρατικό έλεγχο. Εγώ ο ίδιος δεν αισθανόμουν άνετα όταν αποφασίζαμε για την τύχη εκατομμυρίων Ελλήνων, κεκλεισμένων των θυρών στην Ευρωομάδα. Από δημοκρατικής απόψεως, αυτό ήταν σκανδαλώδες, διότι μόνο λίγοι υπουργοί ήταν επαρκώς ενημερωμένοι και είχαν συγκεκριμένη εντολή. Από αυτό εξάγεταιι το σαφές δίδαγμα ότι η Ευρωομάδα πρέπει να είναι πιο δημοκρατική, πιο διαφανής και πιο ισχυρά ελεγχόμενη κοινοβουλευτικά!», τονίζει απολογιστικά ο Π. Μοσκοβισί.